στραμπούλιγμα

στραμπούλιγμα
στραμπούλιγμα, το και στραμπούλισμα, το
εξάρθρωση, βγάλσιμο του ποδιού ή του χεριού: Το στραμπούλιγμα του χεριού του προκάλεσε πόνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στραμπούλιγμα — και οτραμπούλισμα, και οτραγγούλισμα, το, Ν [στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)] εξάρθρωση μέλους τού σώματος με συστροφή …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση …   Dictionary of Greek

  • στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • στραγγούλισμα — το, Ν βλ. στραμπούλιγμα …   Dictionary of Greek

  • στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • στραμπούλισμα — το, Ν βλ. στραμπούλιγμα …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρωση — η 1. η λύση της άρθρωσης, στραμπούλιγμα, εξάρθρωμα, βγάλσιμο. 2. μτφ., αποσύνδεση, παράλυση της συνοχής, ξεχαρβάλωμα: Η εξάρθρωση της οργάνωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραμπούλισμα — το βλ. στραμπούλιγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”