στραμπούλιγμα — και οτραμπούλισμα, και οτραγγούλισμα, το, Ν [στραμπουλίζω / στραγγουλίζω (II)] εξάρθρωση μέλους τού σώματος με συστροφή … Dictionary of Greek
εξάρθρωση — η (Α ἐξάρθρωσις) [εξαρθρώνω] εξάρθρωμα, «βγάλσιμο», λύση τής αρθρώσεως, διάστρεμμα, στραμπούλιγμα νεοελλ. λύση τών συνδετικών δεσμών, αποσύνθεση, αποδιοργάνωση, ξεχαρβάλωμα, διάλυση … Dictionary of Greek
στρέβλωμα — το, ΝΑ [στρεβλῶ, ώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρεβλώνω, στρέβλωση, συστροφή 2. στραμπούλιγμα νεοελλ. στράβωμα, παραμόρφωση … Dictionary of Greek
στραγγούλισμα — το, Ν βλ. στραμπούλιγμα … Dictionary of Greek
στραμπουλιξιά — και στραγγουλιξιά, η, Ν στραμπούλιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. στραμπούλιξα / στραγγούλιξα τών ρ. στραγγουλίζω (Η) / στραμπουλίζω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στραμπούλισμα — το, Ν βλ. στραμπούλιγμα … Dictionary of Greek
εξάρθρωση — η 1. η λύση της άρθρωσης, στραμπούλιγμα, εξάρθρωμα, βγάλσιμο. 2. μτφ., αποσύνδεση, παράλυση της συνοχής, ξεχαρβάλωμα: Η εξάρθρωση της οργάνωσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραμπούλισμα — το βλ. στραμπούλιγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)